συμφύρονται

συμφύρονται
συμφύ̱ρονται , συμφύρω
knead together
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυθικός — ή, ὁ (ΑΜ μυθικός, ή, όν) [μύθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και τής μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά τής τεκμηριωμένης ιστορίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”